- Αθίγγανος
- ο (Μ Ἀθίγγανος)νεοελλ.αυτός που ανήκει στη φυλή τών Τσιγγάνωνμσν.(κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, «ἀθίγγανος, ὁ μὴ θέλων τινί προσεγγίσαι»ο πληθ. ως ουσ. οἱ Ἀθίγγανοιπροσωνυμία και τών αιρετικών Μελχισεδεκιτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θιγγάνω «αγγίζω, πιάνω», (πρβλ. Μέγα Ετυμολ. λ., αθίγγανος: «ὁ μὴ θέλων τινί προσεγγίσαι. Οἱ γὰρ τὴν αἵρεσιν ταύτην ἔχοντες οὐδὲν παρ' ἄλλου λαμβάνουσιν»). Οι Αθίγγανοι, Έλληνες αιρετικοί Μελχισεδκίτες* ή Καθαροί*, ταυτίστηκαν με τους πολύ μεταγενέστερούς τους (Α)τσιγγάνους ή Γύφτους, οι οποίοι, κατά την επικρατέστερη σήμερα άποψη τού Αδ. Κοραή (Άτακτα 4,37), ήταν φύλα από την Ινδία, που μέσω Ασίας (οι Ατσίγγανοι) και Αιγύπτου (οι Αιγύπτιοι Γύφτοι) ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη. Η ταύτιση Αθιγγάνων και Γύφτων ή Τσιγγάνων θα έγινε σε χρόνους που η αίρεση είχε πια παρακμάσει κι είχαν απομείνει οι δεισιδαιμονίες και οι εξωτερικές της μόνο εκδηλώσεις, δηλ. σε μια περίοδο που το προσηγορικό αθίγγανος δήλωνε κυρίως αυτούς που ασκούσαν τη μαντεία. Επειδή δε οι Γύφτοι ή Ατσίγγανοι ήταν επίσης γνωστοί για την ενασχόλησή τους με τη μαντεία, ονομάστηκαν κι αυτοί Αθίγγανοι (βλ. Δ. Βαγιακάκου, Σχεδίασμα περί τών τοπωνυμικών και ανθρωπωνυμικών σπουδών εν Ελλάδι, 1833-1962, Αθήναι 1964, σ. 253 κ.εξ., όπου και εκτενής βιβλιογραφία). Έτσι επήλθε σύγχυση στην ονομασία Αθιγγάνων (που ήταν θρησκευτικό όνομα) και Γύφτων ή (Α)-τσιγγάνων (που ήταν εθνικό), όπως γενικότερα συγχέονται μέχρι και σήμερα Γύφτοι και Ατσίγγανοι / Τσιγγάνοι (που ήταν κοινής μεν προελεύσεως φύλα, αλλά ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη σε διαφορετικό χρόνο και μέσω διαφορετικών χωρών)].
Dictionary of Greek. 2013.